- μεσεμβολεῖ
- μεσεμβολέωintercalatepres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)μεσεμβολέωintercalatepres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεσεμβολώ — μεσεμβολῶ, έω (Α) [μεσέμβολος] 1. (αριθμτ.) παρεμβάλλω απλούς μαθηματικούς όρους μέσα σε μια σειρά 2. αστρολ. παρεμβάλλω την επήρεια πλανήτη 3. χωρίζω στη μέση («θάλασσα μεσεμβολεῑ τοὺς Αιθίοπας», Στράβ.) … Dictionary of Greek